- λεξιθήρας
- οαυτός που χρησιμοποιεί επιτηδευμένες λέξεις στο λόγο του: Ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου είναι λεξιθήρας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεξιθήρας — ο (Α λεξιθήρας) αυτός που επιδιώκει το εξεζητημένο ύφος τού λόγου αναζητώντας με επιμονή λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. θηρο θήρας, χρυσο θήρας] … Dictionary of Greek
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
θηρολέξης — και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α) αυτός που συλλέγει λέξεις, λεξιθήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο (< θήρα) + λέξης (< λέξις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.] … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
λεξίθηρος — λεξίθηρος, ον (Α) αυτός που αποδίδει εξαιρετική σπουδαιότητα στις λέξεις και όχι στα νοήματα τού λόγου του. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ. τού λεξιθήρας, με επίδραση τών συνθέτων που έχουν β συνθετικό θηρος (πρβλ. πολύ θηρος, φιλό… … Dictionary of Greek
λεξιθηρικός — ή, ό [λεξιθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξιθηρία. επίρρ... λεξιθηρικώς, ά με λεξιθηρικό τρόπο … Dictionary of Greek
λεξιθηρώ — (Α λεξιθηρῶ, έω) [λεξιθήρας] επιτηδεύω το ύφος μου με επίμονη αναζήτηση και χρήση εξεζητημένων λέξεων ή φράσεων … Dictionary of Greek
ονοματοθήρας — ὀνοματοθήρας, ὁ (Α) αυτός που αναζητεί, που κυνηγά ονόματα, δηλ. λέξεις, λεξιθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, ατος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. λεξι θήρας] … Dictionary of Greek
ονοματοθηρώ — ὀνοματοθηρῶ, άω (Α) [ονοματοθήρας] αναζητώ ονόματα, κυνηγώ λέξεις, είμαι λεξιθήρας («εἰπὲ οὖν ἡμῑν τι περὶ τούτων... καὶ μὴ ὀνοματοθήρα») … Dictionary of Greek